μπονσινιόρος

μπονσινιόρος
μπονσινιόρος και μπονσινιόρ, ὁ (Μ)
1. τίτλος ανώτερων ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων
2. τίτλος δυτικών ευγενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bonsignor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”